Μετά την οικονομική κρίση έρχεται η δημογραφική κρίση στην Ελλάδα, αναλύει η Washington Post αναφέροντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου στο Καλπάκι Ιωαννίνων.
Φέτος, η πρώτη τάξη θα περιλαμβάνει μόνο 13 παιδιά. Μερικά από αυτά τα παιδιά ζουν σε χωριά στα οποία είναι τα μόνα παιδιά.
Περίπου έξι σχολεία της περιοχής έκλεισαν πρόσφατα, καθώς πολύ νέοι της περιοχής σταμάτησαν να κάνουν παιδιά, επειδή ήταν άνεργοι ή το εισόδημα τους δεν τους επέτρεπε να ξεκινήσουν μία οικογένεια.
Σε αυτήν την κατάσταση βρίσκεται και η Μαρία Μπέρσου, δασκάλα του σχολείου, η οποία δήλωσε στην Washington Post ότι «αυτή τη στιγμή δεν περνάει απο το μυαλό μου η ιδέα ενός παιδιού». «Απλά δεν μπορώ να το αντέξω οικονομικά», πρόσθεσε.
Η ελληνική οικονομία δεν είναι πλέον στην δεινή οικονομική κατάσταση του παρελθόντος, όπως αναφέρει η Washington Post, αλλά είναι πλέον αντιμέτωπη με ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα: την μεγάλη μείωση των γεννήσεων, η οποία αυξάνει την πιθανότητα της συρρίκνωσης και της αποδυνάμωσης της χώρας τα επόμενα χρόνια.
Στα χρόνια της κρίσης, ο ήδη χαμηλός δείκτης γεννήσεων «έκανε βουτιά», όπως άλλωστε συνέβη και σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της νότιας Ευρώπης. Η Ελλάδα βέβαια βρίσκεται σε δυσχερέστερη θέση, λόγω και της μαζικής μετανάστευσης νέων, η οποία συντελέστηκε στα χρόνια της κρίσης. Αν και η Ελλάδα είναι η χώρα υποδοχής των προσφυγικών ροών, ο τελικός προορισμός των περισσότερων προσφύγων δεν είναι η Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μην εξισορροπείται ο πληθυσμός με αυτό τον τρόπο.
Η ύφεση είναι υπεύθυνη για μία νέα γένια παιδιών, τα οποία πάνε για πρώτη φορά στο σχολείο, πολλά απο αυτά με μεταχειρισμένα ρούχα και τσάντες, καταλαβαίνοντας, αμυδρά ακόμη, τις δυσκολίες της εποχής στην οποία γεννήθηκαν.
«Τα παιδιά δεν ξέρουν ότι παλιά ήμασταν καλύτερα», δήλωσε στη Washington Post η Σωτηρία Παπιγκιώτη, μητέρα δύο παιδιών, που πηγαίνουν στο δημοτικό του Καλπακίου. «Όταν μου ζητάνε κάποια πράγματα, τους λέω πώς δεν έχουμε τα χρήματα για να τα αγοράσουμε», συμπλήρωσε η κ. Παπιγκιώτη.
Ο ρυθμός γεννητικότητας ήταν αυξάνων μέχρι το 2008, αγγίζοντας τις 1,5 γεννήσεις ανά γυναίκα. Η πρόοδος αυτή έχει από τότε χαθεί και ο ρυθμός έχει φτάσει σήμερα στα χαμηλά επίπεδα, που βρισκόταν στο τέλος της δεκαετίας του 1990 με τις αρχές του 2000.
Ο ρυθμός γεννητικότητας της χώρας είναι περίπου 1,35 γεννήσεις ανά γυναίκα και είναι από τους χαμηλότερους της Ευρώπης, αρκετά κάτω από το 2,1 που είναι αναγκαίο για την ύπαρξη σταθερού πληθυσμού, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η μετανάστευση.
Η μετανάστευση των νέων Ελλήνων έχει οδηγήσει των αριθμό των παιδιών που γεννιούνται στη χώρα να φτάσει σε ιστορικά χαμηλά. Το 2009, λίγο πριν «χτυπήσει» η κρίση, οι γεννήσεις έφτασαν στις 118.000 για τον χρόνο. Ο αριθμός έχει υποστεί σταδιακή μείωση, με τον αριθμό των θανάτων να τον «ξεπερνάει» κατά πολύ. Οι συνολικές γεννήσεις για το 2017 ήταν 88.500, ο χαμηλότερος αριθμός όλων των εποχών.
Μερικές χώρες έχουν βιώσει μία γρήγορη δημογραφική ανάκαμψη μετά από μία οικονομική κρίση, αλλά αυτό είναι μάλλον απίθανο να συμβεί στην Ελλάδα, όπως δήλωσε στη Washington Post, ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής στο τμήμα Δημογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, καθώς κατά μέσο όροι οι Ελληνίδες δεν έκαναν παιδιά πριν από τα 31.
Kάποιες απο τις γυναίκες που ανέβαλαν την εγκυμοσύνη στα χρόνια της κρίσης, έχουν πλέον χάσει την ευκαιρία τους, με αποτέλεσμα, η ύφεση να έχει επιφέρει μία μόνιμη μείωση στο μέγεθος της νεότερης γενιάς, αλλά και μία μείωση των υποψήφιων γονέων.
«Θα έχουμε όλο και λιγότερες γεννήσεις τις επόμενες δεκαετίες», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Για τους Έλληνες, οι αλλαγές γίνονται εμφανείς πολύ εύκολα. Oι 30χρόνες Ελληνίδες βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς οι παιδικοί σταθμοί της χώρας κλείνουν ο ένας με τα τον άλλον και τα επιδόματα συρρικνώνονται από την συνεχή λιτότητα.
Στις αγροτικές περιοχές της χώρας, οι υποψήφιοι γονείς υποστηρίζουν ότι ακόμα και αν έκαναν παιδιά, θα δυσκολεύονταν τόσο πολύ να βρουν κάποιο γιατρό, καθώς οι περισσότεροι έχουν πλέον μεταναστεύσει στο εξωτερικό.
Ο Στέφανος Χανδάκας, γυναικολόγος και ιδρυτής ΜΚΟ για την στήριξη των της προγεννητικής φροντίδας, δήλωσε στην Washington Post, ότι σε ένα νησί 1.000 κατοίκων, δεν γεννήθηκε ούτε ένα μέσα σε μία τριετία στη μέση της κρίσης.
«Υπάρχουν φωτογραφίες από παρελάσεις σε νησιά, στις οποίες συμμετέχει μόνο ένα παιδί», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Χανδάκας.
Οι δημογραφικές αλλαγές έχουν αφήσει το στίγμα τους και στις ίδιες τις ζωές των παιδιών. Είκοσι χρόνια πριν, το σχολείο είχε 100 μαθητές. Σήμερα, λόγω του κλεισίματος αρκετών σχολείων της περιοχής, το σχολείο συγκεντρώνει μαθητές από αρκετά γειτονικά χωρία. Και πάλι όμως οι μαθητές του δημοτικού ανέρχονται μόνο στους 70. Από αυτά τα παιδιά τα 20 είναι αλβανικής καταγωγής, ενώ άλλα 20 είναι προσφυγόπουλα από την Συρία.
«Αυτό που βλέπουμε είναι μία συρρίκνωση του τοπικού πληθυσμού», δήλωσε ο διευθυντής του σχολείου Μίλτος Μάστορας. «Αν δεν υπήρχαν τα παιδιά από τη Συρία, θα είχαμε τους μισούς μαθητές σε σχέση με 20 χρόνια πριν», πρόσθεσε.