«Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να μην συζητά σοβαρά τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής» σημειώνει στην εφ΄ όλης της ύλης συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο τομεάρχης Εξωτερικών της ΝΔ, Γιώργος Κουμουτσάκος, επισημαίνοντας, ωστόσο, «όχι, όμως, διχαστικά, γιατί ο διχασμός μπορεί να οδηγήσει σε εθνικές ήττες». Και για την κυβέρνηση σημειώνει ότι «δεν διδάσκεται από την ιστορία».
Ο κ. Κουμουτσάκος, υποστηρίζει, ακόμα, την ανάγκη να έχει η χώρα «γεωπολιτική αυτογνωσία» να γνωρίζει, δηλαδή, «ποια είναι ακριβώς «η θέση της στον κόσμο».
Αναφορικά με τη συμφωνία των Πρεσπών, ο τομεάρχης Εξωτερικών της ΝΔ, επαναλαμβάνει ότι χρειάζεται λύση αλλά «όχι η οποιαδήποτε λύση» και υπογραμμίζει ότι «η συμφωνία των Πρεσπών δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντας και γι αυτό δεν κλείνει το μέτωπο».
Μιλώντας για την Τουρκία και ερωτηθείς εάν οδηγούμαστε σε κρίση με αφορμή τις έρευνες για τους υδρογονάνθρακες, ο κ. Κουμουτσάκος σημειώνει ότι «η Τουρκία έχει μείνει με δική της ευθύνη έξω από τις ενεργειακές εξελίξεις στην Ανατολικής Μεσόγειο» και συστήνει «η χώρα μας να εργάζεται με αποτροπή αλλά όχι εχθρότητα για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων».
Αναφερόμενος στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις «φιλίας, συμμαχίας και συνεργασίας» όπως τις χαρακτηρίζει, σημειώνει ότι πρόκειται για «διαχρονικά μια σταθερή, θεμελιώδη παράμετρο της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής», ενώ για τις σχέσεις της χώρας με τη Ρωσία ο τομεάρχης Εξωτερικών της ΝΔ δηλώνει ότι «παρά τις κάποιες πρόσφατες αναταράξεις είναι ιστορικές, φιλικές και λειτουργικές».
Επιπλέον, ο κ. Κουμουτσάκος, στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ/ΜΠΕ προτείνει μια σειρά θεσμικών αλλαγών στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής και τονίζει ότι «ήρθε η ώρα να αποκτήσει η Ελλάδα Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και γιατί όχι και με σχετική συνταγματική πρόβλεψη».
Τέλος, σχολιάζοντας την εσωτερική πολιτική ενόψει των εθνικών εκλογών του 2019, ο κ. Κουμουτσάκος δηλώνει ότι «ό,τι και να κάνει ο κ. Τσίπρας, η βαριά εκλογική ήττα της κυβέρνησής του είναι πια αναπόδραστη».
Ακολουθεί η συνέντευξη του τομεάρχη Εξωτερικών της ΝΔ, Γιώργου Κουμουτσάκου στην Ευτυχία Αδηλίνη για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Ερ. Κύριε Κουμουτσάκο, μπαίνουμε στο 2019 που είναι προεκλογική χρονιά με σημαντικά θέματα εξωτερικής πολιτικής στο επίκεντρο. Μιλώ, ανάμεσα στα άλλα, για τη συμφωνία των Πρεσπών, τις σχέσεις με την Αλβανία, την Τουρκία, την επέκταση των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο στα 12 ν.μ. Και θέλω να σας ρωτήσω. Τα παραπάνω θέματα θα μπουν στο πεδίο της κομματικής σύγκρουσης; Και αν ναι, είναι ωφέλιμο για τη χώρα;
Απ. Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να μη συζητά σοβαρά τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Εξαντλητικά, ακόμα και έντονα. Όχι όμως διχαστικά, γιατί ο διχασμός μπορεί να οδηγήσει σε εθνικές ήττες. Δυστυχώς όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διδάσκεται από την ιστορία. Οι χειρισμοί της κυβέρνησης πριν, κατά και μετά τη διαμόρφωση της επιζήμιας συμφωνίας των Πρεσπών ήταν κάκιστοι. Δίχασαν αντί να ενώσουν. Απέκλεισαν αντί να συμπεριλάβουν. Κράτησαν συνειδητά τις πολιτικές δυνάμεις στο σκοτάδι και έφτασαν ακόμα και να κατηγορήσουν τους πολίτες για την εθνική τους ευαισθησία. Δημιούργησαν μια εκκριτική κατάσταση. Η κυβέρνηση έχει τεράστια και ιστορική ευθύνη και για το κακό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης και για τη βαριά ατμόσφαιρα που μας περιβάλλει. θα κριθεί αυστηρά γι αυτό.
Ερ. Ως τομεάρχης Εξωτερικών της ΝΔ, σας έχω ακούσει να αναφέρεστε στην ανάγκη να έχει η χώρα μας «γεωπολιτική αυτογνωσία». Θα θέλατε να μας προσδιορίσετε τι εννοείτε;
Απ. Ζούμε σ έναν κόσμο που αλλάζει. Γρήγορα και πολύ. Αυτό επιβάλει στη χώρα μας να γνωρίζει ποια είναι ακριβώς η θέση της στον κόσμο. Ποια είναι η γεωπολιτική της φυσιογνωμία, η γεωστρατηγική της αξία, οι αδυναμίες και οι δυνατότητές της. Είναι προϋπόθεση για να χαράξει την πορεία της στην εποχή των μεγάλων αλλαγών. Για να ξέρεις που μπορείς να φτάσεις, πρέπει πρώτα να ξέρεις ποιος είσαι. Η Ελλάδα έχει ένα ειδικό γεωστρατηγικό βάρος στην περιοχή της που όμως δεν αξιοποιείται όσο του αξίζει. Πιστεύω ακράδαντα ότι μπορεί να είναι το κομβικό κράτος της Ανατολικής Μεσογείου. Συνδυάζει αρμονικά την ευρωπαϊκή, Βαλκανική και μεσογειακή διάσταση. Είναι ενσωματωμένη στη Δύση ενώ ταυτόχρονα μπορεί να συνομιλεί με όρους αμοιβαίου σεβασμού με την Ανατολή. Η σταδιακή αλλά και σταθερή αποδυτικοποίηση της Τουρκίας αναδεικνύει τη χώρα μας ως προκεχωρημένο φυλάκιο του δυτικού συστήματος ασφάλειας. Το λιμενικό μας σύστημα μας καθιστά διεθνή εμπορική πύλη και έχουμε εν δυνάμει έναν σημαντικό ενεργειακό ρόλο. Για να αξιοποιήσουμε αυτό το γεωπολιτικό κεφάλαιο πρώτα πρέπει να το κατανοήσουμε και να το πιστέψουμε. Αυτό ονομάζω ανάγκη γεωπολιτικής αυτογνωσίας της χώρας μας.
Ερ. Εκτιμάτε ότι το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο μπορεί να υπηρετήσει την ανάγκη μιας καλά σχεδιασμένης και δραστήριας εξωτερικής πολιτικής;
Απ. Το θεσμικό οικοδόμημα για τη διαμόρφωση της Εξωτερικής Πολιτικής χρειάζεται ανανέωση, βελτιώσεις, προσθήκες. Πρώτη προτεραιότητα η αναβάθμιση του ΥΠΕΞ. Η προσαρμογή του στις νέες απαιτήσεις της διεθνούς πραγματικότητας. Ενδεικτικά απαιτούνται: Ολοκληρωμένη και συνεκτική διασύνδεση παραδοσιακής και οικονομικής διπλωματίας. Αναβαθμισμένη υπηρεσία Δημόσιας Διπλωματίας, όχι μόνο με επικουρικό αλλά και στρατηγικό ρόλο. Εκσυγχρονισμός και ενίσχυση της διπλωματικής ακαδημίας. Διαμόρφωση υπηρεσίας υποστήριξης και προώθησης Ελλήνων στους διεθνείς οργανισμούς. Γενικότερα, οφείλουμε να αναβαθμίσουμε την ήπια ισχύ της χώρας με αξιοποίηση των αστείρευτων πολιτιστικών δυνατοτήτων της και του ελληνισμού της διασποράς. Και βεβαίως έχει έρθει η ώρα να αποκτήσει η Ελλάδα Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, γιατί όχι και με σχετική συνταγματική πρόβλεψη. Αυτές είναι ορισμένες βασικές κατευθύνσεις για την αναγκαία αναβάθμιση του θεσμικού μηχανισμού για το σχεδιασμό και την εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Ερ. Ακόμα και με όλα αυτά, μπορούμε να διεκδικήσουμε για τη χώρα μας το ρόλο μιας σταθεροποιητικής δύναμης στην περιοχή και ταυτόχρονα να εμποδίζουμε, όπως ζητάει η ΝΔ, την επίλυση του χρόνιου προβλήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ; Δεν θα πρέπει να λυθεί το εν λόγω ζήτημα ώστε να ρίξουμε, ως χώρα, όλο το βάρος μας στο μέτωπο Τουρκία;
Απ. Έχουμε επανειλημμένα τονίσει ότι θέλουμε λύση αυτού του θέματος. Αλλά όχι οποιαδήποτε λύση. Η ιστορία έχει δείξει ότι ειδικά στα Βαλκάνια οι κακές λύσεις αποδεικνύονται βραχύβιες και τελικά τα προβλήματα επανέρχονται ως εφιάλτες. Χρειάζονται λύσεις που να αντέχουν στους Βαλκανικούς ανέμους. Η συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι μια τέτοια λύση. Την έχουμε χαρακτηρίσει επιζήμια, όχι από αντιπολιτευτική διάθεση, αλλά γιατί πράγματι είναι. Αυτό φάνηκε ήδη από την ψευδεπίγραφη και προσχηματική αναθεώρηση του Συντάγματος των Σκοπίων που, τελικά, κάνει ακόμα πιο προβληματική μια ήδη κακή συμφωνία. Η συμφωνία των Πρεσπών δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα και γι αυτό δεν κλείνει το μέτωπο.
Ερ. Στο μέτωπο με την Τουρκία, θα ήθελα να σας ρωτήσω, εκτιμάτε ότι οδηγούμαστε σε κρίση με τη γειτονική χώρα με αφορμή τις έρευνες για τους υδρογονάνθρακες; Ποια πολιτική πρέπει να ακολουθήσει, κατά τη γνώμη σας, η Ελλάδα;
Απ. Η Τουρκία έχει μείνει με δική της ευθύνη έξω από τις ενεργειακές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Η επιμονή στην κατοχή εδάφους τρίτης χώρας, μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, και του Δικαίου της Θάλασσας, καθώς και η εν γένει συμπεριφορά της, την έχουν περιθωριοποιήσει. Ανοίγει μέτωπα και κλείνεται στον ανατολικό εαυτό της. Αυτή τη στιγμή έχει προβλήματα ταυτόχρονα με την Ουάσιγκτον, το Τελ Αβίβ, τις Βρυξέλλες, την Αθήνα, τη Λευκωσία και τον Αραβικό κόσμο. Θέλει όμως ταυτόχρονα να έχει και ρόλο επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι, δεν της έχει απομείνει άλλη επιλογή από το να προκαλεί. Να δημιουργεί και να συντηρεί ένταση. Δεν εκτιμώ όμως ότι στην παρούσα κατάσταση θα επέλεγε να προσκαλέσει μια μείζονα κρίση από την οποία εκείνη θα βγει χαμένη. Η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας οφείλει, με αποφασιστικότητα, να λειτουργεί αποτρεπτικά αλλά όχι εχθρικά. Και ταυτόχρονα να δημιουργεί, να διευρύνει και να εμβαθύνει ένα πυκνό δίκτυο περιφερειακών και διεθνών συμμαχιών. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εργαζόμαστε για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αλλά γι αυτό χρειάζονται δύο.
Ερ. Κύριε Κουμουτσάκο, όλα δείχνουν ότι οι ελληνοαμερικάνικες σχέσεις βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο. Αυτό το δεδομένο αποτελεί «ασπίδα» για τη χώρα μας και σε ό,τι αφορά την Κύπρο αλλά και την Τουρκία;
Απ. Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις φιλίας, συμμαχίας και συνεργασίας είναι διαχρονικά μια σταθερή, θεμελιώδης παράμετρος της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Κάτω από την πίεση των γεωπολιτικών εξελίξεων και με καθυστέρηση σχεδόν ενός αιώνα, η Αριστερά ανακάλυψε την Αμερική. Κάλιο αργά παρά ποτέ. Τώρα που πλέον υπάρχει διακομματική στήριξη και οι συνθήκες το επιβάλουν, η στρατηγική σχέση μας με τις ΗΠΑ πρέπει να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο και θεσμικά χαρακτηριστικά. Γι αυτό και έχουμε προτείνει τουλάχιστον πενταετείς ανανεώσεις της συμφωνίας για τη βάση και τις διευκολύνσεις στη Σούδα και πρόσφατα τη θεσμοθέτηση Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – ΗΠΑ. Η σχέση με τις ΗΠΑ είναι σχέση φιλίας, αμοιβαίου οφέλους και αμοιβαίου σεβασμού. Δεν στρέφεται κατά άλλων κρατών.
Ερ. Εκτιμάτε, ωστόσο, ότι οι καλές ελληνοαμερικάνικες σχέσεις αποτελούν εμπόδιο για την ανάπτυξη των σχέσεων μας και με τη Ρωσία;
Απ. Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις παράγουν σταθερότητα. Όχι εχθρούς. Στο πλαίσιο αυτό, οι σχέσεις μας με τη Ρωσία, παρά τις κάποιες πρόσφατες αναταράξεις, είναι ιστορικές, φιλικές και λειτουργικές. Δεν ανταγωνίζονται, ούτε βεβαίως υποκαθιστούν τις μεγάλες στρατηγικές επιλογές της χώρας μας. Η Ελλάδα είναι πλήρως ενταγμένο και αξιόπιστο μέλος της ΕΕ και της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Ερ. Σας προβληματίζει η λεγόμενη διείσδυση του ρωσικού παράγοντας στα Δυτικά Βαλκάνια; Ποια είναι η θέση της Ελλάδας;
Απ. Με προβληματίζει οτιδήποτε μπορεί να δημιουργήσει αστάθεια, αβεβαιότητα και ένταση στην άμεση και ευρύτερη γειτονιά μας. Η Ελλάδα ήταν και είναι χώρα στο status quo. Δηλαδή του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου, του απαραβίαστου των συνόρων, των σχέσεων καλής γειτονίας και της μη ανάμειξης στα εσωτερικά των κρατών.
Ερ. Εκτιμάτε ότι το Brexit θα επηρεάσει το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών; Η Ευρώπη μετά θα είναι πια αυτή που ξέρουμε;
Απ. Έως τώρα η ιστορία της ΕΕ ήταν ιστορία προσθέσεων. Με το Brexit είναι, για πρώτη φορά, αντιμέτωπη με μια αφαίρεση. Αυτό από μόνο του είναι μια μείζων αλλαγή. Δεν θα είναι όμως ο βασικός παράγοντας που θα επηρεάσει το αποτέλεσμα των επερχόμενων ευρωεκλογών. Η ανάγκη οικονομικής ανάπτυξης, αύξησης της απασχόλησης, αντιμετώπισης των προβλημάτων της καθημερινότητας και του προσφυγικού θα επηρεάσουν τελικά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Σε όλα αυτά χρειαζόμαστε επειγόντως αποτελεσματικές ευρωπαϊκές απαντήσεις. Απαντήσεις- ανάχωμα στην επίθεση των εχθρών της Ενωμένης Ευρώπης που θέλουν να την πάνε πίσω στο σκοτεινό παρελθόν της σύγκρουσης μεταξύ εθνικισμών και της εγκατάλειψης των ευρωπαϊκών δημοκρατικών αξιών.
Ερ. Να περάσουμε και στην εσωτερική πολιτική και να σας ρωτήσω. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση περνούν στην αντεπίθεση ξεκινώντας την υλοποίηση του πακέτου παροχών. Εκτιμάτε ότι αυτό μπορεί να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα;
Απ. Όλοι ξέρουν ότι βλέπουμε την τελευταία πράξη του έργου ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ. Όσο εντυπωσιακό και αν είναι το φινάλε, είναι το τέλος. Η βαριά κουρτίνα θα πέσει και οι λίγοι θεατές που έχουν απομείνει θα αποχωρήσουν. Τα φώτα θα σβήσουν. Ό,τι και να κάνει ο κ. Τσίπρας, η βαριά εκλογική ήττα της κυβέρνησής του είναι πια αναπόδραστη.
Ερ. Τέλος, θα ήθελα την άποψή σας γύρω από την επίθεση του ΚΙΝΑΛ σε πρόσωπα της περιόδου διακυβέρνησης από τον Κώστα Καραμανλή και στην στοχοποίηση ακόμα και του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αφενός, λοιπόν, θα ήθελα να μου πείτε πώς το κρίνετε και αφετέρου θα ήθελα να σας ρωτήσω εάν αυτή η εξέλιξη μπορεί να επηρεάσει τυχόν μετεκλογική συνεργασία της ΝΔ με το ΚΙΝΑΛ;
Απ. Στο ΚΙΝΑΛ έχουν ακόμα ανοικτούς λογαριασμούς με το παρελθόν που με σκοτεινή σκοπιμότητα, εκμεταλλεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Οφείλουν λοιπόν οι ίδιοι να αντιμετωπίσουν το πρόβλημά τους. Τη ΝΔ δεν την αφορά και δεν την αγγίζει. Εμείς, απερίσπαστοι και ενωμένοι συνεχίζουμε την προσπάθειά μας για να γίνει η ΝΔ μια καλή κυβέρνηση που θα βγάλει την Ελλάδα από την παρακμή. Που θα την οδηγήσει στην πρόοδο. Σε αυτή την προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας μπορούν να συστρατευθούν όλοι όσοι την πιστεύουν ειλικρινά, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση του Κυριάκου Μητσοτάκη.