Η κυβέρνηση δρομολογεί την επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων και στο πλαίσιο αυτό αναμένεται να επεκταθούν κλαδικές συλλογικές συμβάσεις σε νευραλγικούς τομείς όπως στον τουρισμό, στην ναυτιλία και στις τράπεζες.
Μέσω των επεκτάσεων αυτών αλλά και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, η οποία επίσης επανήλθε μετά την έξοδο από τα μνημόνια και απαγορεύει σε μια ατομική ή μια επιχειρησιακή σύμβαση να καθορίζει χειρότερους μισθούς και όρους εργασίας από τη συλλογική σύμβαση του κλάδου, χιλιάδες εργαζόμενοι θα δουν άμεση βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους από τα 586 ευρώ σε πάνω από 800 ευρώ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει όμως ποια είναι η θέση των βιομηχάνων για τις αυξήσεις των μισθών, καθώς μετά από τους τρεις κλάδους του τουρισμού, της ναυτιλίας και των τραπεζών, ακολουθούν και άλλοι.
Ο Θεόδωρος Φέσσας (πρόεδρος του ΣΕΒ) ανέλυσε τις θέσεις του σε άρθρο του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο:
Με τη λήξη του 3ου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, εξαγγέλλεται η «επιστροφή» στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ). Να ξεκαθαρίσουμε καταρχήν ότι συλλογικές συμβάσεις υπήρχαν πριν την κρίση, κατά τη διάρκειά της και, φυσικά, θα συνεχίσουν να υπάρχουν στο μέλλον. Για τους εργοδότες και εργαζόμενους που συμφωνούν τους όρους εργασίας, στο πλαίσιο των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Είναι σήμερα σε ισχύ περισσότερες από 40 διεπιχειρησιακές συμβάσεις, σε επίπεδο εθνικό (π.χ. ΕΓΣΣΕ 2018, καπνοβιομηχανιών, τσιμεντοβιομηχανιών, τραπεζών, μεταλλείων – λιγνιτωρυχείων, ζαχαρωδών, ξενοδοχοϋπαλλήλων κ.α.) ή τοπικό. Είναι, επιπλέον, σε ισχύ περισσότερες από 500 επιχειρησιακές συμβάσεις. Όλες αυτές αποτελούν συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Η εξαγγελία περί «επιστροφής» αφορά ουσιαστικά την αναβίωση διαφόρων προβληματικών διατάξεων, όπως η επέκταση ισχύος των συμβάσεων στο σύνολο των επιχειρήσεων του εκάστοτε κλάδου, δηλαδή και σε μη συμβαλλόμενα μέλη. Μια πρακτική που ήταν μέρος των αιτίων της κρίσης και είχε ανασταλεί κατά τη διάρκεια των τριών μνημονίων.
Για δεκαετίες έως το 2011, γινόταν συστηματικά, με υπουργικές αποφάσεις, επέκταση ΣΣΕ (αλλά και αποφάσεων της υποχρεωτικής διαιτησίας, η οποία δεν είναι συμβατή με τους διεθνείς κανόνες των ελευθέρων συλλογικών διαπραγματεύσεων) χωρίς καμία αξιολόγηση της αντιπροσωπευτικότητας του 51% των συμβαλλομένων μερών που τις συνυπέγραφαν, αν και ο νόμος το προέβλεπε. Εάν εξετασθούν οι συμβάσεις αυτές, θα αποκαλυφθεί ότι οι περισσότερες από τις ΣΣΕ που κατέστησαν υποχρεωτικές για όλες τις επιχειρήσεις, δεν ικανοποιούσαν την προϋπόθεση του 51%.
Αυτή η πρακτική ήταν αποτέλεσμα:
Πρώτον, ενός άκριτου «φιλεργατικού λαϊκισμού» στον οποίο υπέπεσε το σύνολο του πολιτικού συστήματος, αλλά και συχνά εργοδότες και εργαζόμενοι.
Δεύτερον, της δαιμονοποίησης της επιχειρηματικότητας, της εκτεταμένης παραοικονομίας αλλά και του φθηνού και απρόσκοπτου δανεισμού. Σε αυτές τις συνθήκες η εργοδοσία επεδίωξε την εργασιακή ειρήνη, συναινώντας σε αθρόες μισθολογικές αυξήσεις, που δεν ανταποκρίνονταν στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας. Κόντρα σε θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη όπως είναι η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα.
Και τρίτον, της στρεβλής οικονομικής αντίληψης που μας οδήγησε στη χρεοκοπία, προτάσσοντας την τόνωση της ζήτησης, και άρα την κατανάλωση, ως βασικό επιταχυντή της ανάπτυξης. Η άποψη αυτή αγνοεί και υπονομεύει τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας. Επιπλέον, όπως επιβεβαιώνουν οι αθρόες εισαγωγές προϊόντων που υπερβαίνουν ακόμη και σήμερα κατά 21,5 δισ. ευρώ ετησίως τις εξαγωγές, πρόβλημα ζήτησης δεν υπάρχει στην ελληνική οικονομία, όσο πρόβλημα παραγωγής και προσφοράς.
Εν τέλει, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, η πολιτική αυτή ήταν απολύτως ατελέσφορη πρωτίστως για τους ίδιους τους εργαζόμενους. Ακόμη και στις καλές εποχές εξωθούσε πολλές επιχειρήσεις στην αδήλωτη εργασία και την παραοικονομία, καταλήγοντας στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, την εκτίναξη της ανεργίας και του brain drain.
Το δίδαγμα της κρίσης είναι πως όσο ψηλά κι αν ορισθούν οι μισθοί στο σύνολο ενός κλάδου με μια υπουργική απόφαση, αν μια επιχείρηση που βρίσκεται στα όρια της επιβίωσης –και αυτές είναι ακόμη η πλειονότητα στην Ελλάδα της κρίσης- δεν μπορεί να τους καλύψει, τότε έχει τέσσερεις επιλογές: Να κάνει απολύσεις, να καλύψει με «μαύρα» μέρος ή το σύνολο του μισθού, να αυξήσει τις τιμές της, ή να βάλει λουκέτο. Και οι τέσσερεις την εξωθούν στο περιθώριο της οικονομικής ζωής και καμία από αυτές δεν αφήνει θετικό αποτύπωμα στην οικονομία. Και εδώ ακριβώς κρύβεται ο κίνδυνος των άκριτων, χωρίς διαφάνεια και αυστηρές προϋποθέσεις επεκτάσεων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στο σύνολο του κάθε κλάδου.
Συνεπώς η αναβίωση, μετά την 21η Αυγούστου 2018, του υπουργικού δικαιώματος της επέκτασης και της κήρυξης γενικώς υποχρεωτικών των κλαδικών ΣΣΕ, οφείλει να τηρεί έξι συγκεκριμένες στοιχειώδεις προϋποθέσεις:
1) Να αποκλεισθεί η παθογένεια της επέκτασης των ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ, καθώς καλύπτουν εργαζόμενους σε τελείως ανόμοιες μεταξύ τους επιχειρήσεις, με πολύ διαφορετική οικονομική κατάσταση και διαφορετικούς κλάδους. Είναι μία στρέβλωση που έρχεται από το παρελθόν και δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα. Μόνο προβλήματα δημιουργεί στη λειτουργία των επιχειρήσεων.
2) Να τηρείται η αντιπροσωπευτικότητα τουλάχιστον του 51% των εργαζομένων του κλάδου, ως απαραίτητη προϋπόθεση διαφάνειας και πλήρους σεβασμού της διαδικασίας που ορίζει ο νόμος.
3) Οι συμβαλλόμενες οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων να συμφωνούν στην επέκταση ισχύος της κλαδικής ΣΣΕ.
4) Να μην υπάρχει δυνατότητα επέκτασης των ρυθμίσεων που είναι παράγωγα της υποχρεωτικής διαιτησίας, η οποία ούτως ή άλλως αντίκεται στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας και επ’ αυτού έχουν γίνει επανειλημμένες συστάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) προς τη χώρα μας.
5) Να υπάρχει ρήτρα εξαίρεσης σε επιχειρησιακό επίπεδο, όπως συμβαίνει σε όλα τα εξελιγμένα συστήματα συλλογικών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ, που όταν έχουν διαδικασίες επεκτάσεων, περιλαμβάνουν ειδικές πρόνοιες για τις επιχειρήσεις που είναι υπερχρεωμένες ή σε διαδικασία αναδιάρθρωσης.
6) Οι διαδικασίες επέκτασης κλαδικών συμβάσεων και οι σχετικές αποφάσεις θα πρέπει να συνοδεύονται από ανάλυση επιπτώσεων στην αγορά εργασίας, στην απασχόληση και στην ανταγωνιστικότητα του κλάδου τον οποίον αφορούν, ενώ πριν την επέκταση εργοδότες και εργαζόμενοι επί των οποίων η επέκταση θα εφαρμοσθεί, θα πρέπει να έχουν την δυνατότητα να εκφράσουν στις διαδικασίες του ΑΣΕ τις θέσεις τους. Οι επεκτάσεις να μην γίνονται με συνοπτικές και αδιαφανείς διαδικασίες για λόγους εφήμερης πολιτικής εκμετάλλευσης.
Η σχετική εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας καλύπτει μερικώς μόνο τις παραπάνω προϋποθέσεις, με σοβαρό κίνδυνο να υπάρξουν επεκτάσεις που δεν θα πληρούν τα κριτήρια που θέτει ο νόμος και άρα να κηρυχθούν άκυρες στα δικαστήρια. Μένει λοιπόν να τηρηθεί στην πράξη η ορθή διαδικασία, ώστε να μην επανέλθουν οι παθογένειες και στρεβλώσεις του πρόσφατου παρελθόντος. Αν συμβεί αυτό, θα επιβεβαιώσουμε δυστυχώς ότι δεν μάθαμε τίποτα από τα λάθη που προκάλεσαν την κρίση.