Η ακαδημαϊκή χρονιά που διανύσαμε συνοδεύτηκε από την αποκαλούμενη «πανεπιστημιοποίηση» των ΤΕΙ, με χαρακτηριστικό και πρώτο παράδειγμά της τη συνένωση των ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά στο νέο «Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής». Ακόμα και μέσα στο καλοκαίρι, αρχές Αυγούστου, η κυβέρνηση έφερε στη Βουλή και ψήφισε νόμο για τη συνένωση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με το ΤΕΙ Ηπείρου και του Πανεπιστημίου Ιονίων Νήσων με το αντίστοιχο ΤΕΙ.
Αντίστοιχα σχέδια απεργάζεται η κυβέρνηση για το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, την τριχοτόμηση του ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας, τη συνένωση του ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης με το Διεθνές Πανεπιστήμιο, της ΑΣΠΑΙΤΕ με το Πανεπιστήμιο Πειραιά. Στην ίδια και ενιαία συζήτηση συμπεριλαμβάνονται και σχέδια για ανασυγκρότηση υπαρχόντων Ιδρυμάτων, όπως του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, της Φυσικομαθηματικής του ΕΚΠΑ κ.ά.
Οι πραγματικοί στόχοι της «πανεπιστημιοποίησης»…
Σε όλες τις παραπάνω εξελίξεις, η γραμμή είναι κοινή και σταθερή, ανεξάρτητα από επιμέρους διαφοροποιήσεις. Στόχος είναι να προχωρήσει πιο συστηματικά και αποφασιστικά ο αποκαλούμενος «Ενιαίος Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας», που αποτελεί στρατηγική κατεύθυνση της ευρωενωσιακής πολιτικής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, από την εποχή ακόμα της Συνθήκης της Μπολόνια. Απόπειρες προς αυτήν την κατεύθυνση έχουν ξαναγίνει στη χώρα μας, με τα διάφορα «σχέδια Αθηνά» προηγούμενων κυβερνήσεων, με συγχωνεύσεις, κλεισίματα και αναδιατάξεις Ιδρυμάτων, τα οποία πλήρωσαν – ακριβά πολλές φορές – φοιτητές και σπουδαστές. Βασική κατεύθυνση είναι να παρακολουθούν πλέον οι τριτοβάθμιες σπουδές πιο οργανικά τους στόχους της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως τους διατυπώνει και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ μέσα από το «νέο παραγωγικό μοντέλο της μεταμνημονιακής εποχής». Αυτό στην πράξη μεταφράζεται σε συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία υπηρετούνται και με τις αλλαγές της «πανεπιστημιοποίησης»:
Α) Βαθύτερη σύνδεση των σπουδών με τομείς καπιταλιστικής κερδοφορίας όπως ο αγροτοδιατροφικός τομέας (με έμφαση στην καινοτομία και στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό), ο Τουρισμός (κυρίως τουριστική αξιοποίηση μνημείων και πολιτιστικής κληρονομιάς), το περιβάλλον (ιδιαίτερα το υδάτινο περιβάλλον και οι ιχθυοκαλλιέργειες), η Ενέργεια, η Βιομηχανία νέων υλικών, τα Logistics.
Β) Εξοπλισμός με πιο στοχευμένες δεξιότητες των επιστημόνων που θα απασχοληθούν στους παραπάνω τομείς και περιορισμός της γενικής υψηλής ειδίκευσης που δεν ανταποκρίνεται στις στοχεύσεις αυτές.
Γ) Δημιουργία «θυλάκων επιχειρηματικότητας» μέσα στα Ιδρύματα (τεχνολογικά πάρκα, ιδιωτικά ερευνητικά ινστιτούτα κ.λπ.), που θα εξασφαλίσουν την πιο στοχευμένη Ερευνα στους παραπάνω τομείς προτεραιότητας για το κεφάλαιο και την πιο σύντομη και αποτελεσματική διάχυση των αποτελεσμάτων και ερευνητικών προϊόντων προς τις επιχειρήσεις.
Δ) Αναδιάρθρωση της δομής και λειτουργίας των Ιδρυμάτων ώστε να ανταποκρίνονται στο ρόλο αυτό. Δηλαδή προχώρημα των νέων περιφερειακών συμβουλίων, που θα εξασφαλίσουν τη σύνδεση των ΑΕΙ με τους περιφερειακούς στόχους της καπιταλιστικής οικονομίας. Καθώς και προσθήκη δομών και κύκλων σπουδών (προγράμματα νεοφυούς επιχειρηματικότητας, προγράμματα συνεργασίας και ανάπτυξης με επιχειρήσεις), τα οποία θα διευκολύνουν την πιο πολύπλευρη και αποτελεσματική – πιο βίαιη στην πραγματικότητα – είσοδο των επιχειρήσεων μέσα στις σχολές.
Ε) Εξασφάλιση φτηνού εργατικού δυναμικού, με τα προσόντα όμως και τις δεξιότητες που ζητά η αγορά, πιστοποιημένα επίσης από την ίδια την αγορά. Αυτό επιτυγχάνεται ως επί το πλείστον με τα διετή προγράμματα που ιδρύονται πλέον μέσα στα ΑΕΙ και εξασφαλίζουν, μέσω της μαθητείας και των πρακτικών, φτηνά εκπαιδευμένα χέρια, άμεσα και στοχευμένα, προς τις επιχειρήσεις.
… και τα κυβερνητικά ψέματα
Γύρω από αυτές τις εξελίξεις υπήρξε όλο το προηγούμενο διάστημα μια έντονη αντιπαράθεση, στην οποία πήραν μέρος η κυβέρνηση, τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, αλλά και οι δυνάμεις του Μετώπου Αγώνα Σπουδαστών, πρωτοστατώντας μάλιστα στην οργάνωση του αγώνα των σπουδαστών, στον απεγκλωβισμό τους από συντεχνιακά και άλλα, ξένα προς τα συμφέροντά τους αιτήματα.
Η κυβέρνηση, μέσω του υπουργείου Παιδείας, διαφήμισε την αλλαγή ως αναβάθμιση των ΤΕΙ, προωθώντας παράλληλα την αποτελεσματικότερη διασύνδεσή τους με την αγορά σε περιφερειακό και κλαδικό επίπεδο. «Εριξε» στους σπουδαστές των ΤΕΙ διάφορα επιχειρήματα για να διαφημίσει το έργο της, την υποτιθέμενη αναβάθμιση, η οποία συνοδεύτηκε από περαιτέρω μείωση της κρατικής χρηματοδότησης, επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας διδακτικού και λοιπού προσωπικού, περαιτέρω αποψίλωση των διοικητικών υπηρεσιών και των εργαστηρίων, ανύπαρκτες υποδομές και αίθουσες κ.λπ.
Από την αρχή όλες οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, μαζί με τους καθηγητές των ΤΕΙ, «ζύμωναν» στους σπουδαστές την αυταπάτη ότι το δήθεν αναβαθμισμένο πτυχίο ανοίγει διάπλατα πόρτες, θα τους σώσει από την ανεργία, την ανασφάλεια, την περιπλάνηση, την ετεροαπασχόληση, τα χρέη. Αλλωστε, τόσο στην «εποχή των μνημονίων» όσο και στη «μεταμνημονιακή εποχή», το εμπόριο της ελπίδας είναι ένας ασφαλής δρόμος για να κρύβεται ο χαρακτήρας της επίθεσης στα λαϊκά δικαιώματα, στα μορφωτικά δικαιώματα της νεολαίας. Η αλήθεια ωστόσο είναι πως μέσα στην κρίση οι έχοντες προσόντα υψηλής ειδίκευσης ήρθαν αντιμέτωποι με μία από τις μεγαλύτερες αυξήσεις των ποσοστών ανεργίας. Επιπλέον, είναι δεδομένο ότι μέσα στην κρίση, αλλά και στη διάδοχη κατάσταση της επισφαλούς καπιταλιστικής ανάπτυξης, και οι υψηλά ειδικευμένοι είδαν τα μισθολογικά και εργασιακά τους δικαιώματα να καταβαραθρώνονται, να αυξάνεται η φορολογία τους, να αυξάνονται δραματικά οι ασφαλιστικές εισφορές τους. Επομένως, τι είναι αυτό το παραπάνω, ο «παράδεισος» που τους εξασφαλίζει στην πραγματικότητα ένα πανεπιστημιακό πτυχίο και γιατί θα είναι πιο ευνοημένοι βγαίνοντας από μια σχολή πανεπιστημιακή; Οπως λέγαμε και παλιότερα, άλλο ένα «πτυχίο – κάδρο», άλλο ένα εισιτήριο ανεργίας και περιπλάνησης, απλά με διαφορετικό όνομα…
Κυβέρνηση και λοιπά αστικά κόμματα, οι παρατάξεις τους και οι καθηγητές διαφήμιζαν ότι με την επικείμενη «πανεπιστημιοποίηση» θα ήταν πιο εύκολη η πρόσβαση των σπουδαστών σε μεταπτυχιακά προγράμματα. Αυτό την ίδια στιγμή που ο νόμος Γαβρόγλου, που ψηφίστηκε τον προηγούμενο Αύγουστο, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για τη γενίκευση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, ενώ οι δικές τους στατιστικές μελέτες έδειξαν ήδη την επιβολή διδάκτρων ακόμα και στα μεταπτυχιακά που δεν είχαν. Δηλαδή, δίνουν τη δυνατότητα με το ένα χέρι (θεωρητικά) και την παίρνουν με χέρια και με πόδια από την άλλη. Αλλωστε, πόσοι σπουδαστές των ΤΕΙ μπορούν να πληρώνουν 3.000, 4.000, 5.000 έως και 8.000 ευρώ για ένα μεταπτυχιακό; Δυνατότητα πρόσβασης, λοιπόν, στα μεταπτυχιακά… Δυνατότητα….
Την ίδια στιγμή, βέβαια, οι ίδιες δυνάμεις και οι καθηγητές που πρόσκεινται σε αυτές, με εργαστήρια – μαγαζιά μέσα στα ΤΕΙ, οι οποίοι δεν ήθελαν να ταραχθεί η ισορροπία της επιχειρηματικής τους δράσης, έβαζαν εμπόδια στην αποκαλούμενη «πανεπιστημιοποίηση», βάζοντας για άλλη μια φορά τους σπουδαστές μπροστά.
Στο πλαίσιο αυτό, δουλεύτηκε το ψευτοεπιχείρημα ότι η διατήρηση του τεχνολογικού χαρακτήρα των ΤΕΙ θα σώσει δήθεν τους σπουδαστές, γιατί τους συνδέει άμεσα με την πιάτσα, την αγορά. Παράλληλα με αυτό, έφτασαν κάποιοι στο σημείο να υποστηρίζουν ότι οι σπουδαστές των ΤΕΙ είναι παιδιά με περιορισμένες δυνατότητες, πέρασαν με χαμηλότερες βάσεις και υστερούν, δεν θα μπορέσουν επομένως να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις μιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης… Πίσω από αυτήν την προπαγάνδα επιχειρήθηκε να κρυφτεί καταρχάς ο ταξικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης, σε όλες της τις βαθμίδες, ο οποίος προκαθορίζει σε μεγάλο βαθμό την πορεία ενός παιδιού και νέου, με βάση την τσέπη των γονιών του.
Τα επιχειρήματά τους ενισχύθηκαν και με τον εκφοβισμό ότι πολλοί σπουδαστές θα δυσκολευτούν σε πανεπιστημιακού επιπέδου σπουδές, θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους. Να τους θυμίσουμε ότι και σήμερα, στα Τμήματα των ΤΕΙ, οι σπουδαστές που εγκαταλείπουν τις σπουδές είναι περίπου 1 στους 2. Κι αυτό βέβαια δεν συμβαίνει σε καμία περίπτωση επειδή «δεν παίρνουν τα γράμματα». Οι λόγοι είναι τα εμπόδια που βάζει το ίδιο το σύστημα στην ολοκλήρωση των σπουδών, η ανυπαρξία της φοιτητικής μέριμνας, η ανάγκη η συντριπτική πλειοψηφία των σπουδαστών να εργάζονται σε δουλειές του ποδαριού παράλληλα, τα προαπαιτούμενα μαθήματα και οι αλυσίδες, τα «κλειστά» εργαστήρια, τα ακριβά νοίκια κ.λπ. Αυτά είναι τα πραγματικά εμπόδια, που και με την «πανεπιστημιοποίηση» διατηρούνται και ενισχύονται…
Είναι δεδομένο λοιπόν ότι δεν φταίει ο σπουδαστής για την εγκατάλειψη των σπουδών, όταν αντιμετωπίζει τόσες δυσκολίες για να παρακολουθήσει και να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Η πραγματική λύση δεν είναι ούτε η διατήρηση του τεχνολογικού χαρακτήρα των ΤΕΙ, ούτε η κατ’ όνομα πανεπιστημιοποίησή τους. Είναι η ουσιαστική άρση όλων των εμποδίων που το ταξικό σύστημα και οι κυβερνήσεις του ορθώνουν απέναντί τους, ο αγώνας για να γκρεμιστούν τα εμπόδια αυτά, να ανοίξει ο δρόμος για σπουδές χωρίς οικονομικά και άλλα δυσβάσταχτα φορτία.
Η καραμέλα της επιχειρηματικότητας…
Ενα ακόμα χιλιοπαιγμένο παραμύθι είναι αυτό της «σωτηρίας» των Ιδρυμάτων και των σπουδαστών λόγω επιχειρηματικότητας. Με αυτό, κυβερνήσεις, αστικά κόμματα και καθηγητές εννοούν την πολύπλευρη σύνδεση των Τμημάτων με μεγάλες επιχειρήσεις του αντίστοιχου κλάδου, αλλά και την αυτοτελή επιχειρηματική δραστηριότητα που μπορεί να έχει ένα Τμήμα. Κατά τους ισχυρισμούς τους, όσο πιο δραστήριο είναι ένα Τμήμα στο να συνάπτει εμπορικές συμφωνίες με μονοπώλια, να πουλάει ερευνητικά και άλλα εκπαιδευτικά προϊόντα του, να οργανώνει και να καθοδηγεί την παράδοση φτηνού και κατάλληλα ειδικευμένου δυναμικού στις επιχειρήσεις (βλ. γραφεία διασύνδεσης), να διενεργεί σεμινάρια για λογαριασμό των επιχειρήσεων εκεί που στρέφουν το οικονομικό ενδιαφέρον τους, τόσο πιο «άξιο» είναι, τόσο πιο θετικά αξιολογείται.
Με την πρόσφατη εξέλιξη της «πανεπιστημιοποίησης», τα νέα Τμήματα που προκύπτουν, «σαν έτοιμα από καιρό», κατέθεσαν εξαρχής προτάσεις σε όλους τους παραπάνω άξονες. Τεχνολογικά πάρκα και πάρκα καινοτομίας και επιχειρηματικότητας, ιδιωτικά ερευνητικά ινστιτούτα, διετή προγράμματα κατάρτισης και μαθητεία/πρακτική, δηλαδή τζάμπα εργασία στις επιχειρήσεις, αλλαγές στα προγράμματα σπουδών καθ’ υπόδειξη των επιχειρήσεων και των διδασκόντων, που παράλληλα έχουν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα και πάρε – δώσε με μεγάλες επιχειρήσεις.
Ολα αυτά ακολουθούν τις διάφορες συζητήσεις πριν και μετά τη μετονομασία ενός Τμήματος ΤΕΙ σε Πανεπιστημιακό, αποτυπώνονται στους νόμους που ψηφίστηκαν μέχρι τώρα, τίθενται από το υπουργείο Παιδείας ως προϋποθέσεις για να εξασφαλιστεί η ίδια η ύπαρξη και «βιωσιμότητα» του κάθε Τμήματος.
Το ξαναζεσταμένο πιάτο του «νέου Πανεπιστημίου»…
Οχι παράλογα, στους σπουδαστές γεννιέται το ερώτημα: Γιατί είναι κακό να συνδεθεί ένα νέο Τμήμα πιο ισχυρά με επιχειρήσεις του κλάδου; Μήπως έτσι θα βρούμε πιο εύκολα δουλειά, θα μας προτιμήσουν από άλλους; Να πούμε καταρχάς ότι κάθε Τμήμα, αντικειμενικά και εξαρχής, είναι συνδεδεμένο με καπιταλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου, όπως άλλωστε και στη δική μας πρόταση, στο σοσιαλισμό, η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ως επιστημονική και επαγγελματική εκπαίδευση, συνδέεται αντικειμενικά με τη σοσιαλιστική παραγωγή. Υπάρχει πείρα. Οι σπουδαστές ξέρουν τι σημαίνει στην πράξη επιχειρηματικότητα, πόσο παλιό είναι το δήθεν «νέο Πανεπιστήμιο» που υπόσχονται.
Αυτή η πείρα δείχνει ότι όσο βαθαίνει αυτή η σύνδεση, τόσο χειροτερεύουν οι όροι σπουδών, αλλά και οι όροι εργασίας των αποφοίτων. Σε καμία περίπτωση δεν αναβαθμίζεται ή διευρύνεται το περιεχόμενο των σπουδών, αντίθετα στενεύει στα όρια των αναγκών και στοχεύσεων των καπιταλιστών. Σε καμία περίπτωση δεν ανοίγουν οι πόρτες του παραδείσου για τους πρακτικάριους σε επιχειρήσεις των αντίστοιχων κλάδων. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις βολεύονται και επιζητούν να έχουν ροή πρακτικάριων, τζάμπα εργασίας επομένως, και περιορίζουν τις προσλήψεις μόνο στο στελεχικό τους δυναμικό. Και πόσοι αλήθεια θα γίνουν στελέχη επιχειρήσεων;
Και πόσες υποχωρήσεις, πόσες αποδείξεις υποταγής πρέπει να εξασφαλίσει ένας εργαζόμενος προς το αφεντικό του, για να «κερδίσει» και να διατηρήσει τη στελεχική θέση; Σε καμία περίπτωση δεν εξελίσσεται η Ερευνα με όρους επιστήμης και κοινωνικής χρησιμότητας. Αντίθετα, ολοένα και περισσότερο δένεται στο άρμα της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων, με επιζήμια αποτελέσματα για την εγκυρότητά της, τη χρήση της, την ωφελιμότητά της για τις λαϊκές ανάγκες. Ολοένα και περισσότερα διλήμματα τίθενται στους ερευνητές, για το αν θα υπηρετούν την κερδοφορία των μονοπωλίων ή την επιστημονικότητα και τον πραγματικό θετικό ρόλο της Ερευνας στη βελτίωση των όρων ζωής του λαού. Και τα διλήμματα αυτά, όταν μπαίνει ως όρος η κερδοφορία των καπιταλιστών, έχουν ως αντίκτυπο τους μισθούς, την εξέλιξη, την ίδια την εργασία και το έργο των ερευνητών.
Η απάντηση του φοιτητικού κινήματος
Από όλα τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι οι πρόσφατες εξελίξεις της «πανεπιστημιοποίησης» δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα νέο, σύγχρονο και θετικό στους σπουδαστές, στις οικογένειές τους, στις σπουδές και στην επιστήμη. Η πείρα από το ήδη σε λειτουργία Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής είναι αρκετή για να καταδείξει το παραπάνω συμπέρασμα. Παρά τις τυμπανοκρουσίες, στην καθημερινή ζωή και στις σπουδές των νέων τα πράγματα χειροτερεύουν.
Τα νέα προγράμματα σπουδών που κατατέθηκαν διαιωνίζουν κι αυτά με τη σειρά τους την κατηγοριοποίηση Τμημάτων και αποφοίτων (άλλο πρόγραμμα σπουδών στα Πολυτεχνεία και άλλο στις αντίστοιχες Σχολές Μηχανικών!), καθηγητές δεν υπάρχουν, αίθουσες και εργαστήρια δεν υπάρχουν, συγγράμματα καινούρια δεν προβλέφθηκαν ποτέ. Σε τι συνίσταται λοιπόν η «πανεπιστημιοποίηση»; Στο δικό τους «συμμάζεμα» για την αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση των αυριανών εργαζομένων, για τον περιορισμό επίσης των «άχρηστων» για τους αστούς δαπανών για να σπουδάζουν ολοκληρωμένα τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών.
Με τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά, ένας δρόμος ανοίγεται μπροστά στους φοιτητές και σπουδαστές, στους πρωτοετείς που εισάγονται τώρα σε σχολές, μετά από μεγάλη μάχη. Να μη θεωρήσουν δεδομένη την κατάσταση, να μην «πατήσουν την μπανανόφλουδα» των υποσχέσεων και εξωραϊσμών, να μην απογοητευτούν. Αντίθετα, να οργανωθούν στους σπουδαστικούς συλλόγους, να πάρουν μέρος ενεργά στους αγώνες του φοιτητικού κινήματος που δεν συμβιβάζεται, δεν αναλώνεται σε διαχειριστικές προτάσεις, δεν αποδέχεται το ρόλο του χειροκροτητή στους σχεδιασμούς της όποιας κυβέρνησης. Μαζί με το Μέτωπο Αγώνα Σπουδαστών, τις δυνάμεις της ΚΝΕ και του ΚΚΕ στα ΑΕΙ, μπορούμε να θέσουμε τους πραγματικούς όρους για την ουσιαστική αναβάθμιση των σπουδών, την εξασφάλιση της εργασίας, την υπηρέτηση μέσα από τις σπουδές και την εργασία των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.
Της
Κέλλυς ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ*
*Η Κέλλυ Παπαϊωάννου είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ
Διαβάστε περισσότερα: http://www.alfavita.gr/apopsin/mia-apotimisi-tis-mehri-tora-panepistimiopoiisis#ixzz5PeEGbOwu