Ενώ κυβέρνηση και υπουργείο Εργασίας έχουν αναγάγει σε κεντρικό τους σύνθημα την αύξηση του κατώτατου μισθού, άδηλη παραμένει η τύχη του υποκατώτατου μισθού, που ισχύει για τους χιλιάδες νέους ηλικίας έως 24 ετών. Οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί φαίνεται πως αφήνουν εκτός μεταμνημονιακών επιλογών περίπου το 7,6% του συνόλου των μισθωτών που είναι ηλικίας έως 24 ετών και λαμβάνουν στην πλειονότητά τους μισθό της τάξης των 511 ευρώ μεικτά ή 428 ευρώ καθαρά. Ετσι, κι ενώ ήδη σχεδιάζεται η νομοθετική διάταξη που θα δώσει τη δυνατότητα έναρξης των διαδικασιών για αύξηση του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ εντός του 2018, δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόνοια για τον υποκατώτατο. Ο οποίος είναι ήδη 11 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερος από τον κατώτατο, και αν η ψαλίδα ανοίξει περαιτέρω, θα δημιουργηθεί ένα ισχυρότατο αντικίνητρο για την πρόσληψη μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων.
Η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας έχει κατά καιρούς ταχθεί υπέρ της κατάργησης του υποκατώτατου μισθού, με βασικό επιχείρημα ότι πρόκειται για μισθολογικές διακρίσεις εις βάρος των νέων, που και αντισυνταγματικές είναι και αντίθετες με τα όσα προβλέπονται στον ευρωπαϊκό κοινωνικό χάρτη. Βέβαια, οι εκπρόσωποι των δανειστών απέκρουαν οποιαδήποτε τέτοια σκέψη. Συζητούσαν μόνο την κατάργηση των ηλικιακών διακρίσεων, όχι όμως και της κατώτατης αμοιβής. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά στο πόρισμα των «Σοφών» για τα εργασιακά, που έκανε λόγο για έναν μισθό στο 90% του κατώτατου μισθού για τον πρώτο χρόνο εργασιακής εμπειρίας και στο 95% για τον δεύτερο. Υπέρ της πρότασης για υποκατώτατο που θα συνδέεται με την εμπειρία και όχι με την ηλικία, ο οποίος θα εφαρμόζεται για τρία χρόνια από την ένταξη στην αγορά εργασίας, τάχθηκε στην τελευταία έκθεσή του για την Ελλάδα και ο ΟΟΣΑ.
Τριβές στην κυβέρνηση
Το θέμα δημιουργεί τριβές και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, με πολλούς βουλευτές να εισηγούνται την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, ή έστω την αύξησή του κατ’ αντιστοιχία με την πορεία του κατώτατου. Ομως, με δεδομένη αφενός την κατηγορηματική άρνηση των δανειστών να ανοίξει το θέμα και αφετέρου τη στρατηγική επιλογή, η προσπάθεια να επικεντρωθεί στην αύξηση του κατώτατου μισθού, κυβερνητικά στελέχη αποκλείουν τη συζήτηση, τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας επικεντρώνεται στο θέμα του κατώτατου μισθού. Μάλιστα, προτίθεται να καταθέσει στη Βουλή, το αμέσως επόμενο διάστημα, νομοθετική διάταξη που δεν θα παρεμβαίνει στην ουσία της διαδικασίας, αλλά θα επανακαθορίζει το χρονοδιάγραμμα εντός του οποίου θα επιδιωχθεί η πρώτη μεταμνημονιακή αύξηση του κατώτατου μισθού. Η αλλαγή του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού είναι αναγκαία εφόσον η κυβέρνηση επιθυμεί να σηματοδοτήσει την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια με μια αύξηση του κατώτατου μισθού, εντός του 2018 ή έστω στις αρχές του 2019.
Χρονοδιάγραμμα 4 μηνών
Σύμφωνα με πληροφορίες, η πρόθεση της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας είναι για την πρώτη απόφαση και μόνον, να προβλεφθεί ένα χρονοδιάγραμμα περίπου 4 μηνών, που θα ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο ή το αργότερο τον Οκτώβριο του 2018 και θα ολοκληρωθεί τον Δεκέμβριο ή το αργότερο τον Ιανουάριο του 2019. Για το 2019, η διαδικασία θα ακολουθήσει το χρονοδιάγραμμα που ήδη προβλέπεται, ώστε μια δεύτερη αύξηση να είναι πιθανή το ερχόμενο καλοκαίρι. Στόχος της αρμόδιας υπουργού Εφης Αχτσιόγλου είναι να μην αιφνιδιάσει τους κοινωνικούς εταίρους, αλλά να σηματοδοτήσει τη νέα μεταμνημονιακή πολιτική του υπουργείου Εργασίας, στηρίζοντας τα εισοδήματα κυρίως των χαμηλόμισθων.
Ξεκίνησε η «μάχη» για τις κλαδικές συμβάσεις
Το εναρκτήριο λάκτισμα για τη «μάχη των συμβάσεων» δόθηκε την περασμένη Παρασκευή, με το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ) να καλεί τις εργοδοτικές οργανώσεις που έχουν υπογράψει συλλογικές συμβάσεις εν ισχύι, να καταθέσουν στο ΣΕΠΕ το μητρώο των μελών τους. Περίπου 25 κλαδικές συμβάσεις αναμένεται να τεθούν στο τραπέζι των ειδικών επιθεωρητών, οι οποίοι θα κληθούν να διαπιστώσουν αν κάθε μία από αυτές καλύπτει το 51% του συνόλου των εργαζομένων του κλάδου. Στην πρώτη γραμμή βρίσκονται οι συμβάσεις που αφορούν τους κλάδους των ξενοδοχείων, των τραπεζών, των γραφείων ταξιδίων και τουρισμού, καθώς και των ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ναυτικών πρακτορείων.
Το εγχείρημα δεν είναι και τόσο εύκολο, κυρίως για συμβάσεις που προβλέπουν αυξήσεις μισθών, καθώς υπάρχει μεγάλη αντίδραση από την πλευρά των εργοδοτών.
Ενδεικτική είναι άλλωστε η δήλωση της κ. Αχτσιόγλου, ότι το ζήτημα από την πλευρά του κράτους έχει κλείσει και τώρα είναι στα χέρια των κοινωνικών εταίρων. Μια πιθανή άρνηση ή ακόμη και ουσιαστική αδυναμία των εργοδοτικών φορέων να υποβάλουν στο υπουργείο τα στοιχεία με το Μητρώο των μελών τους, μπορεί να τινάξει στον αέρα την όποια προσπάθεια επέκτασης μιας σύμβασης, στο σύνολο του κλάδου.
Πηγή: http://www.kathimerini.gr