Με το ζόρι υπερβαίνουν τους είκοσι οι μόνιμοι κάτοικοι της Μακίστου Ζαχάρως σήμερα, έντεκα χρόνια μετά τον πύρινο εφιάλτη του 2007. Άλλοι τους βγάζουν δεκαοκτώ, άλλοι είκοσι πέντε, η ουσία όμως είναι ότι μέσα σε δέκα χρόνια το χωριό ερήμωσε.
Παρότι ο Όμιλος Βαρδινογιάννη, με πρωτοβουλία της ίδιας της Μαριάννας και του Βαρδή Βαρδινογιάννη, ανοικοδόμησε με ίδια έξοδα τα σπίτια του χωριού, η πλειονότητα των κατοίκων εγκατέλειψαν τη Μάκιστο. Είτε επειδή δεν ήθελαν να θυμούνται την τραγωδία είτε επειδή εξαφανίστηκε το εισόδημά τους, ειδικά οι νεότεροι εγκατέλειψαν το χωριό και το επισκέπτονται αραιά και που το καλοκαίρι.
«Πρέπει να είμαστε γύρω στου 17 με 18, για 20 δεν είμαι και σίγουρος. Κι εγώ στην Αθήνα μένω και έρχομαι κάτω τον Δεκαπενταύγουστο. Χάθηκαν άδικα ζωές και καταστραφήκαμε οικονομικά. Σπίτια, λιοστάσια, τα πάντα καμένα. Μια δυο οικογένειες μένουν εδώ, είναι ερημιά πλέον το χωριό», δήλωσε στην εφ. «Πατρίς» ο 99χρονος Στάθης Λουμπής.
Η σύζυγός του, η 81χρονη Παναγιώτα Λουμπή διηγήθηκε στην εφ. «Πατρίς» το πώς έζησε τις στιγμές της φωτιάς.
«Μόλις είχα αφήσει τις κατσίκες μου. Καθίσαμε στο τραπέζι και ξαφνικά ακούμε σειρήνες αστυνομίας και την καμπάνα. Γεμάτο αμάξια το χωριό, μας αιφνιδίασαν και καήκαμε αβοήθητοι, δεν μας ειδοποίησε κανένας. Τα παράτησα όλα κι έφυγα. Αγκάλιασα το παιδί και μας πήρε ο κουμπάρος και προλάβαμε και φύγαμε. Δυστυχώς οι άλλοι κάηκαν στο δρόμο. Να ’ναι καλά η κα Βαρδινογιάννη που τα έφτιαξε πάλι», μας είπε συγκινημένη.
«Από θαύμα ζώ και δεν κάηκα…»
Ο Στάθης Κοκκαλιάρης μας οδήγησε στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε η πυρκαγιά και ανέσυρε από τη μνήμη του εκείνες τις στιγμές.
«Οι άνθρωποι είδαν τη φωτιά με τα κιάλια και 50 μέτρα μακρύτερα ακούστηκε έκρηξη. Σώθηκα από θαύμα διότι ερχόμενος στο χωριό δεν με σταμάτησε κανένας να μου πει κάτι και ήρθα από τον δρόμο της Μίνθης. Με το που έφτασα στην Αγία Κυριακή, ο τόπος είχε λαμπαδιάσει. Φτάνοντας στην Αρήνη, βλέπω στη ρεματιά είχε “λαβρωσει” και φύγαμε προς Καλίδονα από αγροτικούς δρόμους και μετά προς Ζαχάρω», αφηγείται στην εφ. Πατρίς» ο κ. Κοκκαλιάρης και καταθέτει την άποψή το για τι μπορούσε να έχει αποτραπεί.
«Ενώ η φωτιά είχε φτάσει κάτω, επιχείρησα με έναν φίλο και πατριώτη να πάμε στο χωριό και είδαμε όλο το δράμα με τους καμένους συμπατριώτες μας. Όλα μαύρα, δεν ξεχώριζε τίποτα. Η φωτιά βγήκε γρήγορα κάτω και εγκλώβισε τον κόσμο. Εϊχε η προηγηθεί η φωτιά από τα αυτοκίνητα που κατέβαιναν. Αν έμεναν στην πλατεία, δεν θα πάθαιναν τίποτα, διότι έχουμε νερό από φυσικη ροή και δεν ξεμένουμε ποτέ. Κι από Πλατιάνα αν πήγαιναν, θα προλάβαιναν γιατί άργησε η φωτιά να πάει εκεί. Όσο για το αν ενημέρωσε κάποιος για εκκένωση ή όχι, αυτά τα ξέρει η Υπηρεσία και δεν θέλω να μπω σε ξένα κτήματα», τόνισε ο κ. Κοκκαλιάρης και μας υπενθύμισε ότι και πέρυσι ξανακινδύνεψε.
«Είδαμε το χάρο με τα μάτια μας πέρυσι, 23 Σεπτέμβρη. Κόντεψα να ξανακαώ. Δυστυχώς στο χωριό έχουν μείνει 25 άτομα μόνιμα. Παρότι έφτιαξαν τα σπίτια, κάποιοι δεν ξανάρθαν. Όπως και τα γειτονικά χωριά, ερήμωσε και αυτό.
Ο Ν. Πόθος, πρόεδρος τότε της Μακίστου, μας έδειξε τα σημάδια στα χέρια του, ενώ η κα Χαρ. Κατσάμπουλα, κάτοικος του χωριού, με δάκρυα στα μάτια, θυμήθηκε την τραγωδία.
«Κοιμόμουν και σηκώθηκα, είδα τη φωτιά να έχει φτάσει στα σπίτια. Όπως ήμουν βγήκα έξω στο δρόμο και έφτασα στη δημοσιά. Έβλεπα τη φωτιά να καίει το βουνό. Με είδε ένας κύριος και με πήρε, κανένας δε με ειδοποίησε. Θυμάμαι μόνο που μας αγκάλισαν στη Ζαχάρω και μας φιλούσαν που είμαστε ζωντανοί», μας είπε με τρεμάμενη φωνή…